- φευκταίος
- -αία, -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) αποτρόπαιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φευκτός + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου … Dictionary of Greek